- βληχρός
- βληχρός, -ά, -όν (Α)1. άτονος, μαλακός2. (για πυρετό) χαμηλός, λίγος.[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη μεθομηρική, η οποία στον Όμηρο απαντά ως αβληχρός*, με α- προθεματικό. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. βληχρός, αν και ιωνική, συνδέεται πιθανώς με τη λ. βλᾱξ*, ενώ το -χ- μπορεί να οφείλεται σε εκφραστική δασύτητα. Τέλος, η ετυμολόγηση του τ. βληχρός από θ. σ- (< *μλάκ- σ- ρος) είναι αβάσιμη. Η λ. βληχρός χρησιμοποιείται κυρίως για να χαρακτηρίσει ανέμους (Αλκαίος), ποταμούς (Πίνδαρος) ή ασθένειες (Ιπποκράτης), ενώ στον Βακχυλίδη απαντά με μεταφορική σημασία].
Dictionary of Greek. 2013.